λῆξις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
λῆξις
- η τοποθέτηση σε δημόσιο αξίωμα με κλήρο
- (νομική) έγγραφο που επιδιδόταν στον επώνυμο άρχοντα και περιείχε κατηγορία εναντίον άλλου ιδιώτη
- λῆξις τοῦ κλήρου: αίτηση για τη διεκδίκηση μιας κληρονομιάς από κάποιον που δεν είναι κατευθείαν απόγονος του νεκρού
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
λῆξις
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 890