μαντατεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
μαντατεύω (παρωχημένο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μαντάτο
- μαντατοφόρος
- μανδάτωρ (μεσαιωνική)
μαντατεύω (παρωχημένο)