μαϊτάπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαϊτάπι < (άμεσο δάνειο) τουρκική maytap < περσική ماهتاب (māh-tāb, φεγγαρόφωτο, είδος πυροτεχνήματος)
- μαϊτάπι < (άμεσο δάνειο) τουρκική maytap < περσική مطایبه (mutāyaba, αστείο, χιούμορ, ειρωνεία) (< طیب) (tayyeb) < αραβική طيب (ṭayyib)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαϊτάπι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) είδος πυροτεχνήματος
- (ιδιωματικό) εμπαιγμός, ειρωνία
Πηγές[επεξεργασία]
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014, σελ.147.
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)