μαϊτάπι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. μαϊτάπι < (άμεσο δάνειο) τουρκική maytap < περσική ماهتاب (māh-tāb, φεγγαρόφωτο, είδος πυροτεχνήματος)
  2. μαϊτάπι < (άμεσο δάνειο) τουρκική maytap < περσική مطایبه (mutāyaba, αστείο, χιούμορ, ειρωνεία) (< طیب) (tayyeb) < αραβική طيب (ṭayyib)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαϊτάπι ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό) είδος πυροτεχνήματος
  2. (ιδιωματικό) εμπαιγμός, ειρωνία

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014, σελ.147.