μινυρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μινυρίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μινυρίζω < μινυρός (θρηνητικός) < αβέβαιης ετυμολογίας ίσως συνδέεται με την ομάδα λέξεων κινυρός, κινυρίζω, κινύροµα (θρήνος) που επίσης έχουν άγνωστη ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mi.niˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐νυ‐ρί‐ζω

μινυρίζω, πρτ.: μινύριζα, αόρ.: μινύρισα (χωρίς παθητική φωνή, αρχαιοπρεπές)

  1. σιγοκλαίω
  2. σιγοτραγουδώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



ζητούμενο λήμμα