μινυρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μινυρίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μινυρίζω < μινυρός (θρηνητικός) < αβέβαιης ετυμολογίας ίσως συνδέεται με την ομάδα λέξεων κινυρός, κινυρίζω, κινύροµα (θρήνος) που επίσης έχουν άγνωστη ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /mi.niˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐νυ‐ρί‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]μινυρίζω, πρτ.: μινύριζα, αόρ.: μινύρισα (χωρίς παθητική φωνή, αρχαιοπρεπές)
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μινυρίζω | μινύριζα | θα μινυρίζω | να μινυρίζω | μινυρίζοντας | |
β' ενικ. | μινυρίζεις | μινύριζες | θα μινυρίζεις | να μινυρίζεις | μινύριζε | |
γ' ενικ. | μινυρίζει | μινύριζε | θα μινυρίζει | να μινυρίζει | ||
α' πληθ. | μινυρίζουμε | μινυρίζαμε | θα μινυρίζουμε | να μινυρίζουμε | ||
β' πληθ. | μινυρίζετε | μινυρίζατε | θα μινυρίζετε | να μινυρίζετε | μινυρίζετε | |
γ' πληθ. | μινυρίζουν(ε) | μινύριζαν μινυρίζαν(ε) |
θα μινυρίζουν(ε) | να μινυρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μινύρισα | θα μινυρίσω | να μινυρίσω | μινυρίσει | ||
β' ενικ. | μινύρισες | θα μινυρίσεις | να μινυρίσεις | μινύρισε | ||
γ' ενικ. | μινύρισε | θα μινυρίσει | να μινυρίσει | |||
α' πληθ. | μινυρίσαμε | θα μινυρίσουμε | να μινυρίσουμε | |||
β' πληθ. | μινυρίσατε | θα μινυρίσετε | να μινυρίσετε | μινυρίστε | ||
γ' πληθ. | μινύρισαν μινυρίσαν(ε) |
θα μινυρίσουν(ε) | να μινυρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μινυρίσει | είχα μινυρίσει | θα έχω μινυρίσει | να έχω μινυρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μινυρίσει | είχες μινυρίσει | θα έχεις μινυρίσει | να έχεις μινυρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μινυρίσει | είχε μινυρίσει | θα έχει μινυρίσει | να έχει μινυρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μινυρίσει | είχαμε μινυρίσει | θα έχουμε μινυρίσει | να έχουμε μινυρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μινυρίσει | είχατε μινυρίσει | θα έχετε μινυρίσει | να έχετε μινυρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μινυρίσει | είχαν μινυρίσει | θα έχουν μινυρίσει | να έχουν μινυρίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μινυρίζω
→ δείτε τις λέξεις σιγοκλαίω και σιγοτραγουδώ |
Πηγές
[επεξεργασία]- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- μινυρίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μινυρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «δηλώνω»
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)