μονογράφω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
μονογράφω (παθητική φωνή: μονογράφομαι)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αμονογράφητος
- μονογραφή
- μονογραφημένος
- μονογράφηση
- μονογραφικός
- → δείτε τις λέξεις μόνος και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονογράφω
|