μονογραφικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονογραφικός η μονογραφική το μονογραφικό
      γενική του μονογραφικού της μονογραφικής του μονογραφικού
    αιτιατική τον μονογραφικό τη μονογραφική το μονογραφικό
     κλητική μονογραφικέ μονογραφική μονογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονογραφικοί οι μονογραφικές τα μονογραφικά
      γενική των μονογραφικών των μονογραφικών των μονογραφικών
    αιτιατική τους μονογραφικούς τις μονογραφικές τα μονογραφικά
     κλητική μονογραφικοί μονογραφικές μονογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονογραφικός < μονογραφία / μονογραφή + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

μονογραφικός

  1. που έχει σχέση με τη μονογραφία ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. που έχει σχέση με τη μονογραφή ή αναφέρεται σ’ αυτή

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • μονογραφικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]