μονογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονογραφικός < μονογραφία / μονογραφή + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
μονογραφικός
- που έχει σχέση με τη μονογραφία ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που έχει σχέση με τη μονογραφή ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- μονογραφικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονογραφικός
|