μονογραφημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονογραφημένος η μονογραφημένη το μονογραφημένο
      γενική του μονογραφημένου της μονογραφημένης του μονογραφημένου
    αιτιατική τον μονογραφημένο τη μονογραφημένη το μονογραφημένο
     κλητική μονογραφημένε μονογραφημένη μονογραφημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονογραφημένοι οι μονογραφημένες τα μονογραφημένα
      γενική των μονογραφημένων των μονογραφημένων των μονογραφημένων
    αιτιατική τους μονογραφημένους τις μονογραφημένες τα μονογραφημένα
     κλητική μονογραφημένοι μονογραφημένες μονογραφημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

μονογραφημένος, -η, -ο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]