μονογράφηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονογράφηση οι μονογραφήσεις
      γενική της μονογράφησης* των μονογραφήσεων
    αιτιατική τη μονογράφηση τις μονογραφήσεις
     κλητική μονογράφηση μονογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μονογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονογράφηση < μονογραφώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μονογράφηση θηλυκό

  1. ανεπίσημη κύρωση με την υπογραφή των αρμοδίων μιας σύμβασης, συμφωνίας κτλ. πριν από την επίσημη υπογραφή της
  2. προσθήκη της μονογραφής ενός αρμόδιου προσώπου σε κάποιο έγγραφο, συνήθ. ως ένδειξη αποδοχής του

Μεταφράσεις[επεξεργασία]