μουλώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μουλώνω (1,2) < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μουλώνω / μουλλώνω / μουλλώννω < ελληνιστική κοινή μυλλός (με στραβό χείλος) / μύλλον (χείλος)
- μουλώνω (3) < μουλαρώνω
Ρήμα
[επεξεργασία]μουλώνω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]Τα ρήματα τα οποία λήγουν σε -ώνω σχηματίζουν τον αόριστο σε -σα. Το ρήμα μουλώνω αποτελεί εξαίρεση και σχηματίζει τον αόριστο σε -ξα.
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μουλώνω | μούλωνα | θα μουλώνω | να μουλώνω | μουλώνοντας | |
β' ενικ. | μουλώνεις | μούλωνες | θα μουλώνεις | να μουλώνεις | μούλωνε | |
γ' ενικ. | μουλώνει | μούλωνε | θα μουλώνει | να μουλώνει | ||
α' πληθ. | μουλώνουμε | μουλώναμε | θα μουλώνουμε | να μουλώνουμε | ||
β' πληθ. | μουλώνετε | μουλώνατε | θα μουλώνετε | να μουλώνετε | μουλώνετε | |
γ' πληθ. | μουλώνουν(ε) | μούλωναν μουλώναν(ε) |
θα μουλώνουν(ε) | να μουλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μούλωξα | θα μουλώξω | να μουλώξω | μουλώξει | ||
β' ενικ. | μούλωξες | θα μουλώξεις | να μουλώξεις | μούλωξε | ||
γ' ενικ. | μούλωξε | θα μουλώξει | να μουλώξει | |||
α' πληθ. | μουλώξαμε | θα μουλώξουμε | να μουλώξουμε | |||
β' πληθ. | μουλώξατε | θα μουλώξετε | να μουλώξετε | μουλώξτε | ||
γ' πληθ. | μούλωξαν μουλώξαν(ε) |
θα μουλώξουν(ε) | να μουλώξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μουλώξει | είχα μουλώξει | θα έχω μουλώξει | να έχω μουλώξει | ||
β' ενικ. | έχεις μουλώξει | είχες μουλώξει | θα έχεις μουλώξει | να έχεις μουλώξει | έχε μουλωγμένο | |
γ' ενικ. | έχει μουλώξει | είχε μουλώξει | θα έχει μουλώξει | να έχει μουλώξει | ||
α' πληθ. | έχουμε μουλώξει | είχαμε μουλώξει | θα έχουμε μουλώξει | να έχουμε μουλώξει | ||
β' πληθ. | έχετε μουλώξει | είχατε μουλώξει | θα έχετε μουλώξει | να έχετε μουλώξει | έχετε μουλωγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν μουλώξει | είχαν μουλώξει | θα έχουν μουλώξει | να έχουν μουλώξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μουλωγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μουλωγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μουλωγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μουλωγμένο |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)