μούτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈmu.tɔ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μού‐το
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μούτο αρσενικό ή ουδέτερο
Δείτε επίσης : Μούτο |
μούτο αρσενικό ή ουδέτερο