μπλαστρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπλαστρώνω < μεσαιωνική ελληνική ἐμπλαστρώνω[1] < ελληνιστική κοινή ἐμπλαστρόω < ἔμπλαστρον < ἔμπλαστον, ουδέτερο του ἔμπλαστος < αρχαία ελληνική ἐμπλάσσω < ἐν- + πλάσσω
Ρήμα[επεξεργασία]
μπλαστρώνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπλαστρώνω
|
- ↑ εμπλαστρώνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)