μπλάστρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπλάστρωμα < μπλαστρώνω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπλάστρωμα ουδέτερο
- (ιδιωματικό) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μπλαστρώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπλάστρωμα
|