νεσκαφέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νεσκαφέ αρσενικό, στον ενικό άκλιτο
- (γενικότερα) ο στιγμιαίος καφές, είτε ως επεξεργασμένο προϊόν, είτε ως ρόφημα, κατά κανόνα ζεστό
- ※ Σαν να τον τσίμπησε μύγα, πετάχτηκε απ' το δωμάτιό τους με το σώβρακο κατά τις πέντε, ήπιε δυο απαντωτούς νεσκαφέδες κι ύστερα βγήκαν στους δρόμους. (Γιάννης Ξανθούλης (1984) Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα [μυθιστόρημα])
- (ειδικότερα) ο Nescafé, η συγκεκριμένη μάρκα καφέ
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λέξεις από επωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Καφέδες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)