ξεφτιλίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kse.ftiˈli.zo.me/
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεφτιλίζομαι, π.αόρ.: ξεφτιλίστηκα, μτχ.π.π.: ξεφτιλισμένος, (ενεργ.: ξεφτιλίζω)
- παθητική φωνή του ρήματος ξεφτιλίζω