ολιγωρώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀλιγωρῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολιγωρώ < αρχαία ελληνική ὀλιγωρέω / ὀλιγωρῶ < ὀλίγος + ὤρα (φροντίδα)

Ρήμα[επεξεργασία]

ολιγωρώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]