οξεοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
οξεοποιώ
- (χημεία): δημιουργώ οξύ,
- μετατρέπω σε οξύ
- προσθέτω οξέα σε μια ουσία
- (συνεκδοχικά): αυξάνω την οξύτητα ουσίας ή περιβάλλοντος
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οξεοποιώ
|