οπιοειδή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.pi.o.iˈði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πι‐ο‐ει‐δή
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
οπιοειδή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του οπιοειδής
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
οπιοειδή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οπιοειδές