οπιοειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οπιοειδής | η | οπιοειδής | το | οπιοειδές |
γενική | του | οπιοειδούς* | της | οπιοειδούς | του | οπιοειδούς |
αιτιατική | τον | οπιοειδή | την | οπιοειδή | το | οπιοειδές |
κλητική | οπιοειδή(ς) | οπιοειδής | οπιοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οπιοειδείς | οι | οπιοειδείς | τα | οπιοειδή |
γενική | των | οπιοειδών | των | οπιοειδών | των | οπιοειδών |
αιτιατική | τους | οπιοειδείς | τις | οπιοειδείς | τα | οπιοειδή |
κλητική | οπιοειδείς | οπιοειδείς | οπιοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οπιοειδής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική opioid[1] (ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική opioïde[1]) < opium + -oid < λατινική opium < ελληνιστική κοινή ὄπιον < αρχαία ελληνική ὀπός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sokʷos
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.pi.o.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πι‐ο‐ει‐δής
Επίθετο
[επεξεργασία]οπιοειδής, -ής, -ές
- (βιοχημεία, ιατρική) που έχει σχέση με οπιοειδές / οπιοειδή ή αναφέρεται σ’ αυτά
- ※ Οι οπιοειδείς υποδοχείς εμπλέκονται στην ανάπτυξη και διαφοροποίηση των νευρικών κυττάρων. (*)
- (ουσιαστικοποιημένο) οπιοειδές / οπιοειδή
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 οπιοειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιοχημεία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)