πέπρωται

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πέπρωται < παθητικός παρακείμενος του αρχαίου ρ. πόρω

Ρήμα[επεξεργασία]

πέπρωται

  • είναι γραφτό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]