πέπρωται
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πέπρωται < τρίτο πρόσωπο ενικού του αρχαίου υπερσυντέλικου πέπρωτο (< αμάρτυρο ρήμα με απαρέμφατο πορεῖν[1] με αόριστο ἔπορον < *πόρω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpe.pɾo.te/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέ‐πρω‐ται
Ρήμα[επεξεργασία]
πέπρωται, πρτ.: πέπρωτο/επέπρωτο ελλειπτικό ρήμα (χωρίς ενεργητική φωνή)
- (λόγιο, τριτοπρόσωπο ρήμα, απρόσωπο ρήμα) είναι γραφτό
- → δείτε και μέλλεται
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πέπρωται
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- πέπρωται - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πέπρωται - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πέπρωται
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα ελλειπτικά (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Τριτοπρόσωπα ρήματα (νέα ελληνικά)
- Απρόσωπα ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικοί τύποι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)