παιδαγωγική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παιδαγωγική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου παιδαγωγικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παιδαγωγική θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

παιδαγωγική

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]