παραπέφτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈpe.fto/
Ρήμα
[επεξεργασία]παραπέφτω
- πέφτω (από αδιαφορία ή απροσεξία) κάπου που είναι δύσκολο να με βρουν
- πέφτω υπερβολικά, περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει ή αναμένεται
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραπέφτω | παρέπεφτα | θα παραπέφτω | να παραπέφτω | παραπέφτοντας | |
β' ενικ. | παραπέφτεις | παρέπεφτες | θα παραπέφτεις | να παραπέφτεις | παράπεφτε | |
γ' ενικ. | παραπέφτει | παρέπεφτε | θα παραπέφτει | να παραπέφτει | ||
α' πληθ. | παραπέφτουμε | παραπέφταμε | θα παραπέφτουμε | να παραπέφτουμε | ||
β' πληθ. | παραπέφτετε | παραπέφτατε | θα παραπέφτετε | να παραπέφτετε | παραπέφτετε | |
γ' πληθ. | παραπέφτουν(ε) | παρέπεφταν παραπέφταν(ε) |
θα παραπέφτουν(ε) | να παραπέφτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρέπεσα | θα παραπέσω | να παραπέσω | παραπέσει | ||
β' ενικ. | παρέπεσες | θα παραπέσεις | να παραπέσεις | παράπεσε | ||
γ' ενικ. | παρέπεσε | θα παραπέσει | να παραπέσει | |||
α' πληθ. | παραπέσαμε | θα παραπέσουμε | να παραπέσουμε | |||
β' πληθ. | παραπέσατε | θα παραπέσετε | να παραπέσετε | παραπέστε | ||
γ' πληθ. | παρέπεσαν παραπέσαν(ε) |
θα παραπέσουν(ε) | να παραπέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραπέσει | είχα παραπέσει | θα έχω παραπέσει | να έχω παραπέσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραπέσει | είχες παραπέσει | θα έχεις παραπέσει | να έχεις παραπέσει | έχε παραπεσμένο | |
γ' ενικ. | έχει παραπέσει | είχε παραπέσει | θα έχει παραπέσει | να έχει παραπέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραπέσει | είχαμε παραπέσει | θα έχουμε παραπέσει | να έχουμε παραπέσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραπέσει | είχατε παραπέσει | θα έχετε παραπέσει | να έχετε παραπέσει | έχετε παραπεσμένο | |
γ' πληθ. | έχουν παραπέσει | είχαν παραπέσει | θα έχουν παραπέσει | να έχουν παραπέσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) παραπεσμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) παραπεσμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) παραπεσμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) παραπεσμένο |
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Όταν έχει τη σημασία «πέφτω υπερβολικά», ο παρατατικός και ο αόριστος σχηματίζονται ως εξής: παραέπεφτα, παραέπεσα