παραπέφτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραπέφτω < παρα- + πέφτω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.ɾaˈpe.fto/

παραπέφτω

  1. πέφτω (από αδιαφορία ή απροσεξία) κάπου που είναι δύσκολο να με βρουν
  2. πέφτω υπερβολικά, περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει ή αναμένεται

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]