πληρώνω με το ίδιο νόμισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
πληρώνω (κάποιον) με το ίδιο νόμισμα
- ανταποδίδω κάποιου κακομεταχείριση που υπέστην εξαιτίας του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πληρώνω (κάποιον) με το ίδιο νόμισμα