πληρώνω με το ίδιο νόμισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πληρώνω (κάποιον) με το ίδιο νόμισμα < → δείτε τις λέξεις πληρώνω, με, το, ίδιο και νόμισμα

Έκφραση[επεξεργασία]

πληρώνω (κάποιον) με το ίδιο νόμισμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]