πράσινο φως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πράσινο φως < → δείτε τις λέξεις πράσινος, πράσινο και φως & → δείτε τα ρήματα δίνω και παίρων

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpɾasino ˈfos/

Έκφραση[επεξεργασία]

πράσινο φως

  • έγκριση για κάτι (συνήθως με το ρήμα δίνω, παίρνω)
    Δόθηκε το πράσινο φως για να προχωρήσει το οικοδομικό έργο.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]