προαφαιρώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προαφαιρώ < ελληνιστική κοινή προαφαιρέω / προαφαιρῶ < αρχαία ελληνική πρό + ἀφαιρέω / ἀφαιρῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

προαφαιρώ (παθητική φωνή: προαφαιρούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]