προκατασκευάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πρωτοκατασκευάζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προκατασκευάζω < αρχαία ελληνική προκατασκευάζω < πρό + κατασκευάζω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική prefabricate[1])

Ρήμα[επεξεργασία]

προκατασκευάζω (παθητική φωνή: προκατασκευάζομαι)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]