ρεσό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρεσό < γαλλική réchaud < réchauf < réchauffer < παλαιά γαλλικά reschauffer < ré- + échauffer < λατινική excalfacere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος excalfacio < ex + calfacio < calefacio < caleo + facio
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρεσό ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σοφέρ