ρητά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ρητά < ρητός
Επίρρημα
[επεξεργασία]ρητά
- έχοντας πει κάτι ανοιχτά και με σαφήνεια
- σας το λέω ρητά και κατηγορηματικά
- έχω εκφράσει ρητά την αντίθεσή μου με το σχέδιο αυτό
- όταν μεταφέρεται εντός εισαγωγικών αυτούσια φράση
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρητά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ρητά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ρητό