ρητά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ρητά < ρητός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ρητά

  1. έχοντας πει κάτι ανοιχτά και με σαφήνεια
    • σας το λέω ρητά και κατηγορηματικά
    • έχω εκφράσει ρητά την αντίθεσή μου με το σχέδιο αυτό
  2. όταν μεταφέρεται εντός εισαγωγικών αυτούσια φράση

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ρητά