explicitly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
explicitly < explicit + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός explicitly
συγκριτικός more explicitly
υπερθετικός most explicitly

explicitly (en)

  • ρητά, καθαρά, απερίφραστα, κατευθείαν, ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές για να γίνει κατανοητό το νόημα
    ⮡  He had been explicitly forbidden to go out.
    Του είχε ρητά απαγορευθεί να βγει έξω.
    ⮡  I will tell him explicitly what I think of him.
    Θα του πω καθαρά τι σκέφτομαι γι' αυτόν.
    ⮡  He explicitly refused to help us.
    Αρνήθηκε απερίφραστα να μας βοηθήσει.
    ⮡  I will tell him explicitly, I pretended not to understand enough.
    Θα του τα πω κατευθείαν, αρκετά προσποιήθηκα πως δεν καταλαβαίνω.
    ⮡  I told him explicitly what opinion I had of him.
    Του είπα ξεκάθαρα τι γνώμη είχα γι' αυτόν.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]