explicitly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
explicitly < explicit + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός explicitly
συγκριτικός more explicitly
υπερθετικός most explicitly

explicitly (en)

  • καθαρά, ρητά, με σαφήνεια, πρόδηλα
    I will tell him explicitly what I think of him.
    Θα του πω καθαρά τι σκέφτομαι γι' αυτόν.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]