Μετάβαση στο περιεχόμενο

outright

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
outright < out + right

Επίθετο

[επεξεργασία]

outright (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. σαφής, καθαρός, κατηγορηματικός, αναμφισβήτητος
      an outright loss - σαφής/καθαρή ζημιά
      an outright denial - κατηγορηματική άρνηση
      She was the outright winner.
    Ήταν η αναμφισβήτητη νικητήρια.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη total
  2. ειλικρινής
      an outright manner - ειλικρινής τρόπος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

outright (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. καθαρά, με άμεσο τρόπο και χωρίς να προσπαθεί να κρύψει τίποτα
      I will tell him outright what I think of him.
    Θα του πω καθαρά τι σκέφτομαι γι' αυτόν.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη explicitly
  2. απολύτως, κατηγορηματικά
      He was outright rude.
    Ήταν απολύτως αγενής.
      She outright refused.
    Αρνήθηκε κατηγορηματικά.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη completely
  3. μονομιάς, επί τόπου, όχι σταδιακά· αμέσως
      They bought the house outright (=not in installments).
    Αγόρασαν το σπίτι μονομιάς (=όχι με δόσεις).
      He was killed outright.
    Σκοτώθηκε επί τόπου.