categorically
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | categorically |
συγκριτικός | more categorically |
υπερθετικός | most categorically |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- categorically < categorical + -ly
Επίρρημα[επεξεργασία]
categorically (en)
- (επίσημο) κατηγορηματικά
- ↪ She categorically refused.
- Αρνήθηκε κατηγορηματικά.
- ↪ She categorically refused.