σασί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σασί < (άμεσο δάνειο) γαλλική châssis
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σασί ουδέτερο άκλιτο