σαψαλιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sa.psaˈʎa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐ψα‐λι‐ά‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
σαψαλιάζω, αόρ.: σαψιάλασα, μτχ.π.π.: σαψαλιασμένος
- σπάω, θρυμματίζω κάτι
- (μεταφορικά) εξουθενώνομαι
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σαψαλιάζω | σαψάλιαζα | θα σαψαλιάζω | να σαψαλιάζω | σαψαλιάζοντας | |
β' ενικ. | σαψαλιάζεις | σαψάλιαζες | θα σαψαλιάζεις | να σαψαλιάζεις | σαψάλιαζε | |
γ' ενικ. | σαψαλιάζει | σαψάλιαζε | θα σαψαλιάζει | να σαψαλιάζει | ||
α' πληθ. | σαψαλιάζουμε | σαψαλιάζαμε | θα σαψαλιάζουμε | να σαψαλιάζουμε | ||
β' πληθ. | σαψαλιάζετε | σαψαλιάζατε | θα σαψαλιάζετε | να σαψαλιάζετε | σαψαλιάζετε | |
γ' πληθ. | σαψαλιάζουν(ε) | σαψάλιαζαν σαψαλιάζαν(ε) |
θα σαψαλιάζουν(ε) | να σαψαλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σαψάλιασα | θα σαψαλιάσω | να σαψαλιάσω | σαψαλιάσει | ||
β' ενικ. | σαψάλιασες | θα σαψαλιάσεις | να σαψαλιάσεις | σαψάλιασε | ||
γ' ενικ. | σαψάλιασε | θα σαψαλιάσει | να σαψαλιάσει | |||
α' πληθ. | σαψαλιάσαμε | θα σαψαλιάσουμε | να σαψαλιάσουμε | |||
β' πληθ. | σαψαλιάσατε | θα σαψαλιάσετε | να σαψαλιάσετε | σαψαλιάστε | ||
γ' πληθ. | σαψάλιασαν σαψαλιάσαν(ε) |
θα σαψαλιάσουν(ε) | να σαψαλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σαψαλιάσει | είχα σαψαλιάσει | θα έχω σαψαλιάσει | να έχω σαψαλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σαψαλιάσει | είχες σαψαλιάσει | θα έχεις σαψαλιάσει | να έχεις σαψαλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σαψαλιάσει | είχε σαψαλιάσει | θα έχει σαψαλιάσει | να έχει σαψαλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σαψαλιάσει | είχαμε σαψαλιάσει | θα έχουμε σαψαλιάσει | να έχουμε σαψαλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σαψαλιάσει | είχατε σαψαλιάσει | θα έχετε σαψαλιάσει | να έχετε σαψαλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σαψαλιάσει | είχαν σαψαλιάσει | θα έχουν σαψαλιάσει | να έχουν σαψαλιάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θρυμματίζω
→ δείτε τη λέξη θρυμματίζω |
εξουθενώνομαι
→ δείτε τη λέξη εξουθενώνομαι |
[επεξεργασία]
- ↑ Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.