σαψαλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαψαλιάζω < σάψαλ(ο) + -ιάζω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sa.psaˈʎa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐ψα‐λι‐ά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

σαψαλιάζω, αόρ.: σαψιάλασα, μτχ.π.π.: σαψαλιασμένος

  1. σπάω, θρυμματίζω κάτι
  2. (μεταφορικά) εξουθενώνομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.