σιγοβράζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιγοβράζω < σιγά + βράζω

Ρήμα[επεξεργασία]

σιγοβράζω

  1. (για φαγητό) βράζω σε χαμηλή φωτιά
  2. (μεταφορικά) διακατέχομαι από θυμό αλλά δεν ξεσπάω φανερά
  3. (μεταφορικά) για εξέλιξη που προς το παρόν δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή, δεν αποκλείεται όμως να οδηγήσει σε ένα ξέσπασμα, έκρηξη


Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]