σκαφιδιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκαφιδιάζω < σκαφίδ(α) + -ιάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ska.fiˈðʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκα‐φι‐διά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

σκαφιδιάζω, πρτ.: σκαφίδιαζα, αόρ.: σκαφίδιασα, μτχ.π.π.: σκαφιδιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  • δίνω την μορφή της σκάφης σε κάτι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)