σκουφώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκουφώνω < σκούφος + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

σκουφώνω

  1. φορώ σε κάποιον το σκούφο του.
  2. (μεταφορικά) κλέβω, ξαφρίζω.

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Σήμερα το ρήμα σκουφώνω στην κυριολεξία του χρησιμοποιείται σπανιότατα επειδή συνηθίζεται να χρησιμοποιείται με τη μεταφορική του έννοια του κλέβω δηλαδή αφαιρώ από ένα χώρο λεφτά ή άλλα μικροαντικείμενα χωρίς να με δει ο ιδιοκτήτης του. Το ρήμα σκουφώνω πήρε τη μεταφορική αυτή σημασία επειδή την παλιά εποχή όποιος έμπαινε σ' ένα χώρο για να κλέψει, μόλις τελείωνε κι έφευγε από εκεί, έκρυβε προσωρινά τα κλοπιμαία στο κενό μεταξύ του τριχωτού της κεφαλής του και του σκούφου τον οποίο φορούσε για να εξαπατήσει τον άτυχο ιδιοκτήτη. Αυτό ισχύει και για όλες τις συγγενικές με το ρήμα αυτό λέξεις.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]