σκουφώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
σκουφώνω
- φορώ σε κάποιον το σκούφο του.
- (μεταφορικά) κλέβω, ξαφρίζω.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Σήμερα το ρήμα σκουφώνω στην κυριολεξία του χρησιμοποιείται σπανιότατα επειδή συνηθίζεται να χρησιμοποιείται με τη μεταφορική του έννοια του κλέβω δηλαδή αφαιρώ από ένα χώρο λεφτά ή άλλα μικροαντικείμενα χωρίς να με δει ο ιδιοκτήτης του. Το ρήμα σκουφώνω πήρε τη μεταφορική αυτή σημασία επειδή την παλιά εποχή όποιος έμπαινε σ' ένα χώρο για να κλέψει, μόλις τελείωνε κι έφευγε από εκεί, έκρυβε προσωρινά τα κλοπιμαία στο κενό μεταξύ του τριχωτού της κεφαλής του και του σκούφου τον οποίο φορούσε για να εξαπατήσει τον άτυχο ιδιοκτήτη. Αυτό ισχύει και για όλες τις συγγενικές με το ρήμα αυτό λέξεις.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκουφώνω | σκούφωνα | θα σκουφώνω | να σκουφώνω | σκουφώνοντας | |
β' ενικ. | σκουφώνεις | σκούφωνες | θα σκουφώνεις | να σκουφώνεις | σκούφωνε | |
γ' ενικ. | σκουφώνει | σκούφωνε | θα σκουφώνει | να σκουφώνει | ||
α' πληθ. | σκουφώνουμε | σκουφώναμε | θα σκουφώνουμε | να σκουφώνουμε | ||
β' πληθ. | σκουφώνετε | σκουφώνατε | θα σκουφώνετε | να σκουφώνετε | σκουφώνετε | |
γ' πληθ. | σκουφώνουν(ε) | σκούφωναν σκουφώναν(ε) |
θα σκουφώνουν(ε) | να σκουφώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκούφωσα | θα σκουφώσω | να σκουφώσω | σκουφώσει | ||
β' ενικ. | σκούφωσες | θα σκουφώσεις | να σκουφώσεις | σκούφωσε | ||
γ' ενικ. | σκούφωσε | θα σκουφώσει | να σκουφώσει | |||
α' πληθ. | σκουφώσαμε | θα σκουφώσουμε | να σκουφώσουμε | |||
β' πληθ. | σκουφώσατε | θα σκουφώσετε | να σκουφώσετε | σκουφώστε | ||
γ' πληθ. | σκούφωσαν σκουφώσαν(ε) |
θα σκουφώσουν(ε) | να σκουφώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκουφώσει | είχα σκουφώσει | θα έχω σκουφώσει | να έχω σκουφώσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκουφώσει | είχες σκουφώσει | θα έχεις σκουφώσει | να έχεις σκουφώσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκουφώσει | είχε σκουφώσει | θα έχει σκουφώσει | να έχει σκουφώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκουφώσει | είχαμε σκουφώσει | θα έχουμε σκουφώσει | να έχουμε σκουφώσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκουφώσει | είχατε σκουφώσει | θα έχετε σκουφώσει | να έχετε σκουφώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκουφώσει | είχαν σκουφώσει | θα έχουν σκουφώσει | να έχουν σκουφώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκουφώνω
|