σταδιοδρομώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σταδιοδρομῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σταδιοδρομώ < αρχαία ελληνική σταδιοδρομέω / σταδιοδρομῶ < στάδιον + δρόμος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική faire carrière)

σταδιοδρομώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]