στάδιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
ουδέτερο | ουδέτερο | αρσενικό | ||||
ονομαστική | τὸ | στάδιον | τὰ | στάδιᾰ | οἱ | στάδιοι |
γενική | τοῦ | σταδίου | τῶν | σταδίων | τῶν | σταδίωνν |
δοτική | τῷ | σταδίῳ | τοῖς | σταδίοις | τοῖς | σταδίοις |
αιτιατική | τὸ | στάδιον | τὰ | στάδιᾰ | τοὺς | σταδίους |
κλητική ὦ! | στάδιον | στάδιᾰ | στάδιοι | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σταδίω | ||||
γεν-δοτ | τοῖν | σταδίοιν | ||||
Και δεύτερος, μεταγενέστερος πληθυντικός, αρσενικού γένους όπως το «θρίαμβος». | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στάδιον ουδέτερο
- (μονάδα μέτρησης) μέτρο μήκους, ίσο με 184,87 μέτρα ή ίσο με 100 οργυιές ή τότε με έξι πλέθρα
- (αθλητισμός) ο αγώνας δρόμου που είχε μήκος ακριβώς ενός σταδίου
- έκταση ανοιχτή και επίπεδη
- αβάκιο πεσσών
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- στάδιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στάδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' εξαιρέσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μονάδες μέτρησης (αρχαία ελληνικά)
- Αθλητισμός (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ανώμαλα κατά το γένος (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)