στάδιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στάδιον ουδέτερο (γεν. του σταδίου)
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | στάδιον | σταδίω | στάδια |
Γενική | σταδίου | σταδίοιν | σταδίων |
Δοτική | σταδίῳ | σταδίοιν | σταδίοις |
Αιτιατική | στάδιον | σταδίω | στάδια |
Κλητική | στάδιον | σταδίω | στάδια |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στάδιον ουδέτερο (και σπάδιον, αρχαιότερος τύπος)
- μέτρο μήκους, ίσο με 184,87 μ. και τότε ίσο με 100 οργυιές ή 6 πλέθρα
- έκταση ανοιχτή και επιπεδη
- ο αγώνας δρόμου που είχε μήκος ακριβώς ενός σταδίου
- αβάκιο πεσσών