συμπνέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμπνέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
συμπνέω
- (για άνεμο) πνέω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
- συμφωνώ με κάποιον, συμμαχώ με κάποιον
- (μεταφορικά) υποχωρώ, υποκύπτω στα τυχαία συμβάντα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ποιητικός τύπος: συμπνείω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη πνέω
Κλίση[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- συμπνέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συμπνέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.