συμπνέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμπνέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

συμπνέω

  1. (για άνεμο) πνέω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
  2. συμφωνώ με κάποιον, συμμαχώ με κάποιον
  3. (μεταφορικά) υποχωρώ, υποκύπτω στα τυχαία συμβάντα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → και δείτε τη λέξη πνέω

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]