συνάδει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνάδει < αρχαία ελληνική συνᾴδει < συνᾴδω < σὺν + ᾄδω
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
συνάδει (τριτοπρόσωπο ρήμα)
- (λόγιο, απρόσωπο ρήμα) κάτι αρμόζει, ταιριάζει, συμφωνεί με κάτι άλλο
- αυτού του είδους η συμπεριφορά δε συνάδει με τις πεποιθήσεις μου
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τριτοπρόσωπα ρήματα (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Απρόσωπα ρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)