ταμπουρώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταμπουρώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ταμπουρώνω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ta.buˈɾo.no.me/
Ρήμα
[επεξεργασία]ταμπουρώνομαι
- κρύβομαι πίσω από μια αμυντική κατασκευή
- (μεταφορικά) κρύβομαι πίσω από κάτι, αποφεύγω μια κατάσταση, προφυλάσσομαι
- (μεταφορικά) απομονώνομαι
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ταμπουρώνομαι | ταμπουρωνόμουν(α) | θα ταμπουρώνομαι | να ταμπουρώνομαι | ||
β' ενικ. | ταμπουρώνεσαι | ταμπουρωνόσουν(α) | θα ταμπουρώνεσαι | να ταμπουρώνεσαι | (ταμπουρώνου) | |
γ' ενικ. | ταμπουρώνεται | ταμπουρωνόταν(ε) | θα ταμπουρώνεται | να ταμπουρώνεται | ||
α' πληθ. | ταμπουρωνόμαστε | ταμπουρωνόμαστε ταμπουρωνόμασταν |
θα ταμπουρωνόμαστε | να ταμπουρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ταμπουρώνεστε | ταμπουρωνόσαστε ταμπουρωνόσασταν |
θα ταμπουρώνεστε | να ταμπουρώνεστε | (ταμπουρώνεστε) | |
γ' πληθ. | ταμπουρώνονται | ταμπουρώνονταν ταμπουρωνόντουσαν |
θα ταμπουρώνονται | να ταμπουρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ταμπουρώθηκα | θα ταμπουρωθώ | να ταμπουρωθώ | ταμπουρωθεί | ||
β' ενικ. | ταμπουρώθηκες | θα ταμπουρωθείς | να ταμπουρωθείς | ταμπουρώσου | ||
γ' ενικ. | ταμπουρώθηκε | θα ταμπουρωθεί | να ταμπουρωθεί | |||
α' πληθ. | ταμπουρωθήκαμε | θα ταμπουρωθούμε | να ταμπουρωθούμε | |||
β' πληθ. | ταμπουρωθήκατε | θα ταμπουρωθείτε | να ταμπουρωθείτε | ταμπουρωθείτε | ||
γ' πληθ. | ταμπουρώθηκαν ταμπουρωθήκαν(ε) |
θα ταμπουρωθούν(ε) | να ταμπουρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ταμπουρωθεί | είχα ταμπουρωθεί | θα έχω ταμπουρωθεί | να έχω ταμπουρωθεί | ταμπουρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ταμπουρωθεί | είχες ταμπουρωθεί | θα έχεις ταμπουρωθεί | να έχεις ταμπουρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ταμπουρωθεί | είχε ταμπουρωθεί | θα έχει ταμπουρωθεί | να έχει ταμπουρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ταμπουρωθεί | είχαμε ταμπουρωθεί | θα έχουμε ταμπουρωθεί | να έχουμε ταμπουρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ταμπουρωθεί | είχατε ταμπουρωθεί | θα έχετε ταμπουρωθεί | να έχετε ταμπουρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ταμπουρωθεί | είχαν ταμπουρωθεί | θα έχουν ταμπουρωθεί | να έχουν ταμπουρωθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταμπουρώνομαι