ταξιθετώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταξιθετώ < τάξι(ς) + -θετώ < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική classifier[1]
Ρήμα
[επεξεργασία]ταξιθετώ (παθητική φωνή: ταξιθετούμαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ταξιθεσία
- ταξιθέτης
- ταξιθέτηση
- ταξιθέτρια
- → δείτε τις λέξεις τάξη και θέτω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ταξιθετώ | ταξιθετούσα | θα ταξιθετώ | να ταξιθετώ | ταξιθετώντας | |
β' ενικ. | ταξιθετείς | ταξιθετούσες | θα ταξιθετείς | να ταξιθετείς | (ταξιθέτει) | |
γ' ενικ. | ταξιθετεί | ταξιθετούσε | θα ταξιθετεί | να ταξιθετεί | ||
α' πληθ. | ταξιθετούμε | ταξιθετούσαμε | θα ταξιθετούμε | να ταξιθετούμε | ||
β' πληθ. | ταξιθετείτε | ταξιθετούσατε | θα ταξιθετείτε | να ταξιθετείτε | ταξιθετείτε | |
γ' πληθ. | ταξιθετούν(ε) | ταξιθετούσαν(ε) | θα ταξιθετούν(ε) | να ταξιθετούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ταξιθέτησα | θα ταξιθετήσω | να ταξιθετήσω | ταξιθετήσει | ||
β' ενικ. | ταξιθέτησες | θα ταξιθετήσεις | να ταξιθετήσεις | ταξιθέτησε | ||
γ' ενικ. | ταξιθέτησε | θα ταξιθετήσει | να ταξιθετήσει | |||
α' πληθ. | ταξιθετήσαμε | θα ταξιθετήσουμε | να ταξιθετήσουμε | |||
β' πληθ. | ταξιθετήσατε | θα ταξιθετήσετε | να ταξιθετήσετε | ταξιθετήστε | ||
γ' πληθ. | ταξιθέτησαν ταξιθετήσαν(ε) |
θα ταξιθετήσουν(ε) | να ταξιθετήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ταξιθετήσει | είχα ταξιθετήσει | θα έχω ταξιθετήσει | να έχω ταξιθετήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ταξιθετήσει | είχες ταξιθετήσει | θα έχεις ταξιθετήσει | να έχεις ταξιθετήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ταξιθετήσει | είχε ταξιθετήσει | θα έχει ταξιθετήσει | να έχει ταξιθετήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ταξιθετήσει | είχαμε ταξιθετήσει | θα έχουμε ταξιθετήσει | να έχουμε ταξιθετήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ταξιθετήσει | είχατε ταξιθετήσει | θα έχετε ταξιθετήσει | να έχετε ταξιθετήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ταξιθετήσει | είχαν ταξιθετήσει | θα έχουν ταξιθετήσει | να έχουν ταξιθετήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταξιθετώ
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ταξιθετώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας