ταξιθετώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταξιθετώ < τάξι(ς) + -θετώ < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική classifier[1]

ταξιθετώ (παθητική φωνή: ταξιθετούμαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]