τα κάνω γυαλιά καρφιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- → δείτε τις εκφράσεις τα κάνω και γυαλιά καρφιά → δείτε τις λέξεις τα, κάνω, γυαλιά και καρφιά, πληθυντικοί του [[γυαλί] & καρφί αντίστοιχα
Προφορά
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]τα κάνω γυαλιά καρφιά
- καταστρέφω τα πάντα
- ⮡ Όταν καβγαδίζουν, τα κάνουν γυαλιά καρφιά
- άλλη γραφή: τα κάνουν γυαλιά-καρφιά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- γίνεται ανάστα Κύριος
- γίνεται μύλος
- γίνεται της κακομοίρας
- γίνεται της μουρλής
- γίνεται το σώσε
- γίνεται της τρελής
- γίνεται χαμός
- τα κάνω άνω-κάτω
- τα κάνω γης Μαδιάμ
- τα κάνω λαμπόγυαλο
- τα κάνω λίμπα
- τα κάνω ριμαδιό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τα κάνω γυαλιά καρφιά
|