το κερασάκι στην τούρτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]το κερασάκι στην τούρτα
- κάτι που θα μπορούσε να λείπει, επιτείνει τη σημασία του περιττού, το επιπλέον, που κάνει κάτι καλό καλύτερο (ή, ειρωνικά, κάτι άσχημο χειρότερο)
- ※ Μια μέρα πριν την αναχώρηση ήρθε και το κερασάκι στην τούρτα: ο Ζίγκυ ξαναέριξε στο τραπέζι τη φοβερή ιδέα του να μεταφερθώ στης Γλύκας για όλο τον Αύγουστο! Έγινα έξαλλος.
- Λένα Διβάνη, Εγώ ο Ζάχος Ζάχαρης, (2012): Εκδόσεις Καστανιώτη @books.google
- ※ Μια μέρα πριν την αναχώρηση ήρθε και το κερασάκι στην τούρτα: ο Ζίγκυ ξαναέριξε στο τραπέζι τη φοβερή ιδέα του να μεταφερθώ στης Γλύκας για όλο τον Αύγουστο! Έγινα έξαλλος.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κάτι που θα μπορούσε να λείπει με έκφραση 'πάνω από' ένα γλυκό