τραινάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τραινάρω < (άμεσο δάνειο) γαλλική traîner + -άρω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɾeˈna.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τραι‐νά‐ρω

Ρήμα[επεξεργασία]

τραινάρω, πρτ.: τραίναρα/τραινάριζα, αόρ.: τραίναρα/τραινάρισα (χωρίς παθητική φωνή)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]