τριακόσια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τριακόσια < αρχαία ελληνική τριακόσια

Αριθμητικό[επεξεργασία]

τριακόσια και τρακόσια, τριακόσα

  1. απόλυτο αριθμητικό (300)· έπεται του διακόσια ενενήντα εννέα (299) και προηγείται του τριακόσια ένα (301)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τριακόσια < λείπει η ετυμολογία

Αριθμητικό[επεξεργασία]

τριακόσια

  1. τριακόσια