τῳ
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας 1
[επεξεργασία]τῳ
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]η αόριστη αντωνυμία «τίς» | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
αριθμός | ενικός | πληθυντικός | δυϊκός | ||||||
γένη → πτώσεις ↓ |
αρσενικό και θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό και θηλυκό | ουδέτερο | τριγενές | ||||
ονομαστική | τὶς | τὶ | τινὲς | τινὰ, ἄττα | τινὲ | ||||
γενική | τινὸς, του | τινῶν | τινοῖν | ||||||
δοτική | τινὶ, τῳ | τισὶ(ν) | τινοῖν | ||||||
αιτιατική | τινὰ | τὶ | τινὰς | τινὰ, ἄττα | τινὲ | ||||
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες |
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας 2
[επεξεργασία]τῳ
- (ερωτηματική αντωνυμία) επικός τύπος του τίνι, δοτική ενικού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του τίς
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]η ερωτηματική αντωνυμία «τίς» | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
αριθμός | ενικός | πληθυντικός | δυϊκός | ||||||
γένη → πτώσεις ↓ |
αρσενικό και θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό και θηλυκό | ουδέτερο | τριγενές | ||||
ονομαστική | τίς | τί | τίνες | τίνα | τίνε | ||||
γενική | τίνος, τοῦ | τίνων | τίνοιν | ||||||
δοτική | τίνι, τῷ | τίσι(ν) | τίνοιν | ||||||
αιτιατική | τίνα | τί | τίνας | τίνα | τίνε | ||||
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες | |||||||||
επική κλίση οι διαφορετικοί τύποι, με έντονα γράμματα | |||||||||
γένη → πτώσεις ↓ |
αρσενικό και θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό και θηλυκό | ουδέτερο | τριγενές | ||||
ονομαστική | τίς | τί | τίνες | τίνα | τίνε | ||||
γενική | τέο, τεῦ, τέου | τέων | τίνοιν | ||||||
δοτική | τέῳ, τῳ | τίσι(ν), τοῖσι(ν), τέοισι(ν) | τίνοιν | ||||||
αιτιατική | τίνα | τί | τίνας | τίνα | τίνε | ||||
Κατηγορία:Επικοί τύποι |