υπενδύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπενδύω < (ελληνιστική κοινή) ὑπενδύω < ὑπό + αρχαία ελληνική ἐνδύω < ἐν + δύω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.penˈði.o/
Ρήμα
[επεξεργασία]υπενδύω (παθητική φωνή: υπενδύομαι)
- (λόγιο) (παρωχημένο) φοδράρω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπενδύω
|