υπερδιπλασιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερδιπλασιάζω < υπερ- + διπλασιάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.peɾ.ði.pla.siˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐περ‐δι‐πλα‐σι‐ά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

υπερδιπλασιάζω , πρτ.: υπερδιπλασίαζα, στ.μέλλ.: θα υπερδιπλασιάσω, αόρ.: υπερδιπλασίασα, παθ.φωνή: υπερδιπλασιάζομαι, μτχ.π.π.: υπερδιπλασιασμένος

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]