υπερδιπλασιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερδιπλασιάζω < υπερ- + διπλασιάζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.peɾ.ði.pla.siˈa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐δι‐πλα‐σι‐ά‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
υπερδιπλασιάζω , πρτ.: υπερδιπλασίαζα, στ.μέλλ.: θα υπερδιπλασιάσω, αόρ.: υπερδιπλασίασα, παθ.φωνή: υπερδιπλασιάζομαι, μτχ.π.π.: υπερδιπλασιασμένος
- αυξάνω κάτι σε ποσότητα μεγαλύτερη από το διπλάσιο
- ※ Η ολλανδική Adyen με αφοσιωμένο κοινό στο «X», κάτι ασυνήθιστο για ευρωπαϊκή εταιρεία, είδε τη χρηματιστηριακή της αξία να υπερδιπλασιάζεται παρά το γεγονός πως βρέθηκε στα... «τάρταρα» στα τέλη Οκτωβρίου.
- Εισηγμένη υπερδιπλασίασε την χρηματιστηριακή της αξία σε 6 εβδομάδες, insider.gr, 12 Δεκεμβρίου 2023
- ※ Η ολλανδική Adyen με αφοσιωμένο κοινό στο «X», κάτι ασυνήθιστο για ευρωπαϊκή εταιρεία, είδε τη χρηματιστηριακή της αξία να υπερδιπλασιάζεται παρά το γεγονός πως βρέθηκε στα... «τάρταρα» στα τέλη Οκτωβρίου.
Κλίση[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερδιπλασιάζω
|
Πηγές[επεξεργασία]
- υπερδιπλασιάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)