Μετάβαση στο περιεχόμενο

υποβοηθώ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υποβοηθώ < μεσαιωνική ελληνική υποβοηθώ < υπο- + βοηθώ

υποβοηθώ (παθητική φωνή: υποβοηθούμαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]