υπολογίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπολογίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος υπολογίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]υπολογίζομαι
- λογαριάζομαι, με λογαριάζουν, με υπολογίζουν, με αποτιμούν,
- το χρέος υπολογίζεται στα ....δισεκατομμύρια ευρώ
- οι νεκροί από έμπολα υπολογίζονται στις 4.000 μέχρι στιγμής
- εκείνοι που χάνουν το δικαίωμα μετεγγραφής με τις τροποποιήσεις υπολογίζονται στους 10.000 πρωτοετείς φοιτητές
- (μεταφορικά) με εκτιμούν
- τον υπολογίζουν στο γραφείο, δεν τον έχουν στο περιθώριο
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπολογίζομαι | υπολογιζόμουν(α) | θα υπολογίζομαι | να υπολογίζομαι | ||
β' ενικ. | υπολογίζεσαι | υπολογιζόσουν(α) | θα υπολογίζεσαι | να υπολογίζεσαι | (υπολογίζου) | |
γ' ενικ. | υπολογίζεται | υπολογιζόταν(ε) | θα υπολογίζεται | να υπολογίζεται | ||
α' πληθ. | υπολογιζόμαστε | υπολογιζόμαστε υπολογιζόμασταν |
θα υπολογιζόμαστε | να υπολογιζόμαστε | ||
β' πληθ. | υπολογίζεστε | υπολογιζόσαστε υπολογιζόσασταν |
θα υπολογίζεστε | να υπολογίζεστε | (υπολογίζεστε) | |
γ' πληθ. | υπολογίζονται | υπολογίζονταν υπολογιζόντουσαν |
θα υπολογίζονται | να υπολογίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπολογίστηκα | θα υπολογιστώ | να υπολογιστώ | υπολογιστεί | ||
β' ενικ. | υπολογίστηκες | θα υπολογιστείς | να υπολογιστείς | υπολογίσου | ||
γ' ενικ. | υπολογίστηκε | θα υπολογιστεί | να υπολογιστεί | |||
α' πληθ. | υπολογιστήκαμε | θα υπολογιστούμε | να υπολογιστούμε | |||
β' πληθ. | υπολογιστήκατε | θα υπολογιστείτε | να υπολογιστείτε | υπολογιστείτε | ||
γ' πληθ. | υπολογίστηκαν υπολογιστήκαν(ε) |
θα υπολογιστούν(ε) | να υπολογιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υπολογιστεί | είχα υπολογιστεί | θα έχω υπολογιστεί | να έχω υπολογιστεί | υπολογισμένος | |
β' ενικ. | έχεις υπολογιστεί | είχες υπολογιστεί | θα έχεις υπολογιστεί | να έχεις υπολογιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει υπολογιστεί | είχε υπολογιστεί | θα έχει υπολογιστεί | να έχει υπολογιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υπολογιστεί | είχαμε υπολογιστεί | θα έχουμε υπολογιστεί | να έχουμε υπολογιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε υπολογιστεί | είχατε υπολογιστεί | θα έχετε υπολογιστεί | να έχετε υπολογιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υπολογιστεί | είχαν υπολογιστεί | θα έχουν υπολογιστεί | να έχουν υπολογιστεί |